- παρακεκαλυμμένως
- παρακαλύπτωcover by hanging something besideperf part mp masc acc pl (doric)παρακεκαλυμμένωςconcealedlyindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρακεκαλυμμένως — Α επίρρ. με καλυμμένο τρόπο, κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. παρακεκαλυμμένος του παρακαλύπτω + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek